- ιδιοπροσωπία
- ἰδιοπροσωπία, ἡ (Α) [ιδιοπρόσωπος]η ιδιαίτερη έκφραση τής όψης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰδιοπροσωπίας — ἰδιοπροσωπίᾱς , ἰδιοπροσωπία possess its proper aspect fem acc pl ἰδιοπροσωπίᾱς , ἰδιοπροσωπία possess its proper aspect fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοπροσωπίαι — ἰδιοπροσωπίᾱͅ , ἰδιοπροσωπία possess its proper aspect fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek